στήμονα

στήμονα
στήμων
warp
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στημονώδης — ες, στημονώδης, ῶδες, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων αρχ. (για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και …   Dictionary of Greek

  • Colus —    • Colus,          ηλακάτη, прялка для шерсти, т. е. валик, обыкновенно сделанный из тростника, вокруг которого укреплялась чесаная, назначенная для пряжи, шерсть (τολύπη, mollis lana, tractus). Пряха брала левой рукой прялку, а правой… …   Реальный словарь классических древностей

  • διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • ευφορβία — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • κέντρανθος — (Centranthus). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλεριανιδών. Περιλαμβάνει περίπου 14 είδη, τα περισσότερα ζιζάνια και ορισμένα καλλωπιστικά. Το πιο συνηθισμένο στην ελληνική χλωρίδα είναι ο κ. ο ερυθρός, γνωστός και με …   Dictionary of Greek

  • καίρωσις — καίρωσις, ἡ (Α) [καιρώ] η σύνδεση τού στήμονα …   Dictionary of Greek

  • κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… …   Dictionary of Greek

  • λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… …   Dictionary of Greek

  • μονοδύναμος — η, ο φρ. «μονοδύναμο άνθος» βοτ. το άνθος που έχει έναν στήμονα μακρύτερο από τους άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”